Οι επιπτώσεις των πολιτικών λιτότητας στο περιβάλλον
- Πληροφοριακά Στοιχεία
- Κατηγορία: Articles
- Εμφανίσεις: 7768
«Οι επιπτώσεις των πολιτικών λιτότητας στο περιβάλλον»
Μαρία Καραμανώφ, Σύμβουλος Επικρατείας, Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος
Ομιλία στο πλαίσιο παρουσίασης του βιβλίου
του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
«ΤΑΙΠΕΔ – Όργανο εκποίησης της περιουσίας και κατάργησης της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας».
Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014
Αντικείμενο της εισήγησής μου είναι να επιχειρήσει να απαντήσει σ’ ένα ερώτημα που υπάρχει σήμερα στο μυαλό όλων, από τον πιο ακραίο οικολόγο μέχρι τον πιο φανατικό θιασώτη της απεριόριστης οικονομικής μεγέθυνσης. Υπάρχει περιθώριο για βιώσιμη ανάπτυξη υπό τη δαμόκλεια σπάθη του δημόσιου χρέους;
Να ξεκαθαρίσω ότι μιλάω για βιώσιμη ανάπτυξη και όχι απλώς για περιβάλλον, γιατί η βιώσιμη ανάπτυξη είναι όρος περιεκτικότερος, αφού χωρίς αυτήν δεν μπορεί να γίνει σοβαρός λόγος για προστασία του περιβάλλοντος. Επίσης μιλάω για βιώσιμη και όχι πράσινη ανάπτυξη, αφού η τελευταία χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει δράσεις ελάχιστα συμβατές με τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Και για να ξεκινήσουμε από τα βασικά. Τι σημαίνει βιώσιμη ανάπτυξη; Σημαίνει, με λίγα λόγια, ότι οικονομική μεγέθυνση τέλος. Γιατί τέλος; Για ένα πολύ απλό λόγο που μέχρι πρόσφατα είχε παντελώς παραβλεφθεί. Η Γη, ο πλανήτης, είναι ένα σύστημα ουσιαστικά κλειστό, με περιορισμένους φυσικούς πόρους, περιορισμένες δυνατότητες μετασχηματισμού των πόρων αυτών σε πάσης φύσεως αγαθά, και περιορισμένες δυνατότητες αφομοίωσης των αποβλήτων από τα κατάλοιπα των αγαθών αυτών και τις διαδικασίες μετασχηματισμού τους. Το σύστημα της Γης, με τους εγγενείς και ανυπέρβλητους αυτούς περιορισμούς, είχε πάντως καταφέρει να ισορροπήσει (να επιτύχει δηλαδή το λεγόμενο steady state) παρά την παρουσία του ανθρώπου σ’ αυτό, μέχρι πολύ πρόσφατα, μέχρι δηλ. πριν από 200 περίπου χρόνια. Τι άλλαξε από τότε; Όχι βέβαια οι δυνατότητες της Γης, αφού αυτή ούτε μεγεθύνεται ούτε συρρικνώνεται. Άλλαξε η αντίληψη του ανθρώπου, ο οποίος συνέλαβε απλοϊκά την ιδέα ότι ένα υποσύστημα της Γης, το σύστημα διαχείρισης των πόρων, δηλ. το οικονομικό, μπορεί να μεγεθύνεται απεριόριστα και ανεξάρτητα από τους φυσικούς περιορισμούς του μεγαλύτερου συστήματος, δηλ. του πλανήτη. Τα καταστροφικά αποτελέσματα της αντίληψης αυτής, όχι μόνο περιβαλλοντικά, αλλά και οικονομικά και κοινωνικά, είναι πλέον γνωστά, αναγνωρισμένα από τον ΟΗΕ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και μη αμφισβητήσιμα. Απάντηση στο πρόβλημα, νομικά κατοχυρωμένη στο Διεθνές Δίκαιο από το 1992 και στο Ελληνικό Σύνταγμα από το 2001, η Βιώσιμη (ή Αειφόρος) Ανάπτυξη, την οποία σήμερα, τουλάχιστον στα λόγια, κανένας δεν αμφισβητεί.
Εκεί που οι απόψεις διαφοροποιούνται ριζικά, είναι στην επιλογή του δρόμου που θα μας οδηγήσει σ’ αυτήν, δηλ. σ’ ένα κόσμο δίκαιο, ασφαλή, ευημερούντα και καθαρό, όπως επιτάσσει η Agenda 21, οι επίσημες δηλ. οδηγίες του ΟΗΕ για την Βιώσιμη Ανάπτυξη σύμφωνα με τη Διακήρυξη του Ρίο (1992).
Ο πρώτος δρόμος είναι εκείνος που ευαγγελίζεται η λεγόμενη νεοφιλελεύθερη ή νεοκλασσική οικονομική σχολή. Αυτή πρεσβεύει ότι, αν εξακολουθήσουμε να μεγεθυνόμαστε ραγδαία, να γινόμαστε όλο και πλουσιότεροι, θα σωρεύσουμε κεφάλαια που θα επενδυθούν στις φτωχές χώρες, θα δημιουργήσουν νέες αγορές και, έτσι, θα λύσουμε τα προβλήματα που μας βασανίζουν, περιβαλλοντική καταστροφή, ανεργία, φτώχεια. Τα προβλήματα αυτά θα λυθούν μόνα τους, από το αόρατο χέρι της αγοράς και τους πολύ ορατούς διεθνείς οργανισμούς που τη στηρίζουν (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου). Τυχόν εγγενείς φυσικοί περιορισμοί του πλανητικού συστήματος θα υπερπηδηθούν με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, που θα ανακαλύψει νέους πόρους, νέους τρόπους μετασχηματισμού αυτών σε καταναλωτικά αγαθά και νέους τρόπους απαλλαγής από τα απόβλητα. Δεν χρειάζεται να πω ότι η σχολή αυτή έχει επικρατήσει και υπαγορεύει πλέον με σιδηρά πυγμή τις πολιτικές των κρατών της γης, παρά τις ενστάσεις που εγείρονται όλο και πιο συχνά. Ενστάσεις, όπως λ.χ. ότι, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, η τεχνολογία δεν φαίνεται να έχει επιτύχει τέτοιες προόδους, και ότι στην πραγματικότητα γινόμαστε όλο και φτωχότεροι, αφού από τα οφέλη της αυξημένης παραγωγής δεν αφαιρούμε τα περιβαλλοντικά και κοινωνικά κόστη, ίσως γιατί άλλοι επωφελούνται από τα μεν και άλλοι επωμίζονται τα δε.
Ο άλλος δρόμος είναι η κλασσική οικονομική σχολή που ξεκινάει από τον John Stewart Mill, περνάει από τον Keynes και τον Kenneth Boudling και έχει σήμερα εξελιχθεί στη σύγχρονη περιβαλλοντική οικονομική σχολή, με διαπρεπείς εκπροσώπους όπως ο Herman Daly. Αυτοί υποστηρίζουν ότι δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για μεγέθυνση ποσοτική (growth), αλλά μόνο για ανάπτυξη ποιοτική και βιώσιμη (sustainable development). Για να ξαναβρεί και να διατηρήσει τη χαμένη του ισορροπία ο πλανήτης, η οικονομία πρέπει να καταλάβει ότι δεν λειτουργεί στο κενό, δεν είναι τα απόλυτο υπερσύστημα, αλλά ένα απλό υποσύστημα που υπόκειται στους φυσικούς περιορισμούς της πεπερασμένης βιόσφαιρας που το στηρίζει. Αυτό δεν σημαίνει ότι η οικονομία πρέπει να νεκρωθεί και να γυρίσουμε στις σπηλιές. Πρέπει, όμως, αντί να παράγουμε όλο και περισσότερα από τα ίδια αγαθά, να παράγουμε παράγουμε ποσοτικά μεν τα ίδια, ή μάλλον, με δεδομένη την ανάγκη αποκατάστασης του χαμένου φυσικού κεφαλαίου, λιγότερα, ποιοτικώς όμως διαφορετικά. Να παίρνουμε δηλ. από τη γη μόνον όσα μπορούν να αναπληρωθούν με φυσικές διεργασίες στον κατάλληλο χρόνο, και να τα επεξεργαζόμαστε και καταναλώνουμε με τρόπο βιώσιμο, πιο εύπεπτο, χωρίς δηλ. παρενέργειες που δηλητηριάζουν τον κύκλο της ζωής. Πρέπει να καταλάβουμε ότι οποιαδήποτε περαιτέρω θυσία φυσικού κεφαλαίου είναι αντιοικονομική, βραχυπρόθεσμα επιπόλαιη, μακροπρόθεσμα δε ανέφικτη, μη βιώσιμη, αφού είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσει να συνεχιστεί για πολύ ακόμα.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Για να μεταφέρω τον προβληματισμό αυτό στα καθ’ ημάς, στη χώρα μας, που πιέζεται πανταχόθεν να μεγεθύνει την οικονομία της για να πληρώσει τα χρέη της. Το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας είναι ένα κομμάτι, ένα υποσύστημα, του παγκόσμιου περιβαλλοντικού συστήματος, αφού, όπως είναι γνωστό, το περιβάλλον δεν γνωρίζει σύνορα. Είναι, όμως, ένα συγκεκριμένο και διακριτό υποσύστημα, διότι η χώρα, εφ’ όσον έχει τη νομική υπόσταση ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, δικαιούται, και κυρίως υποχρεούται από την Agenda 21, να αποφασίζει εκείνη για το πώς θα διαχειριστεί βιώσιμα το φυσικό κεφάλαιο που περιλαμβάνεται στην επικράτειά της. Η καλή τύχη έχει προικίσει τη χώρα μας με ένα τεράστιο και ανεκτίμητο φυσικό κεφάλαιο, δάση, ορεινούς όγκους, ακτές, θάλασσες, οικοτόπους, βιοποικιλότητα, φυσικούς πόρους, τοπία, κλίμα κ.λπ. και ένα εξίσου ανεκτίμητο πολιτιστικό κεφάλαιο, αρχαία μνημεία, ιστορικούς και μυθολογικούς τόπους, παραδοσιακούς οικισμούς, άρρηκτα συνδεδεμένο με το πρώτο. Είναι λοιπόν η Ελλάδα σε απτό, πραγματικό και όχι πλασματικό, κεφάλαιο μια χώρα πάμπλουτη. Έχει παράλληλα και ένα οικονομικό, σε λογιστικά μεγέθη μετρώμενο, κεφάλαιο, το οποίο είναι σήμερα αρνητικό. Έχει δηλ. ένα δημόσιο χρέος, σημαντικό μεν, αλλά όχι πρωτοφανές ούτε μοναδικό για τα παγκόσμια οικονομικά δεδομένα, που τώρα της το ζητάνε πίσω. Καλείται, λοιπόν, να θυσιάσει τον φυσικό, πραγματικό της πλούτο και να τον μετατρέψει σε οικονομικό, δηλ. σε αναλώσιμα αγαθά πάσης φύσεως, τα οποία θα διαθέσει στην αγορά έναντι τιμήματος, αδιάφορο μεγάλου ή μικρού, προκειμένου να μειώσει λογιστικά τον πλασματικό, οικονομικό πλούτο που χρωστάει.
Με απλά λόγια, καλείται να γίνει λογιστικά πλουσιότερη, αδιαφορώντας για την κρίσιμη σχέση μεταξύ φυσικού κεφαλαίου, το οποίο είναι πραγματικό και μόνιμο, και οικονομικού κεφαλαίου, το οποίο είναι λογιστικό και, ως εκ τούτου, εξαιρετικά ασταθές και ευμετάβλητο.
Για να γίνω πιο σαφής, θα δανειστώ ένα παράδειγμα από τους οικονομολόγους. Ας υποθέσουμε ότι πρέπει να αποτιμήσουμε τον πλούτο, την οικονομική αξία, μιας παγκόσμιας αλιευτικής επιχείρησης που έχει το μονοπώλιο της αλίευσης των ωκεανών. Αν χρησιμοποιήσουμε το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο, η αξία αυτή συνίσταται στο άθροισμα της αξίας των ψαριών που αλιεύει και πουλάει και της αξίας του αλιευτικού της στόλου. Με τη λογική λοιπόν του μοντέλου αυτού, αν τα ψάρια του ωκεανού αρχίσουν να μειώνονται δραστικά εξ αιτίας της υπεραλίευσης, το μόνο που έχει να κάνει η επιχείρηση για να διατηρήσει, ή ακόμα και να μεγεθύνει, την οικονομική της αξία, είναι να αυξάνει συνεχώς τον αριθμό των αλιευτικών της σκαφών.
Παράδοξο, οξύμωρο; Αυτό όμως καλείται σήμερα η χώρα μας να κάνει. Να αναβαθμίσει την οικονομική της θέση, αντικαθιστώντας άμεσα, άκριτα και σπασμωδικά, το πραγματικό της κεφάλαιο (δάση, ακτές, οικοσυστήματα κ.λπ.), με σωρεία αγαθών (κτίσματα, κατασκευές, υποδομές κ.λπ.) που θα αναλώσουν ανεπανόρθωτα το κεφάλαιο αυτό, έναντι κάποιου λογιστικού τιμήματος, που λέγεται «έσοδα για την αποπληρωμή του χρέους». Να χάσει δηλ. όχι μόνο ό,τι πάγιο, μόνιμο και ανεκτίμητο διαθέτει και χρειάζεται για την επιβίωση και τη διατήρηση της ταυτότητάς της σε βάθος χρόνου, αλλά –με όρους παγκοσμιοποιημένης οικονομίας- και αυτό το ίδιο το συγκριτικό της πλεονέκτημα. Και όλα αυτά, προκειμένου να μειώσει, προσωρινά βέβαια, το λογιστικό της έλλειμμα. Στο τέλος της ιστορίας, αμφιβάλλει κανείς ότι η χώρα θα απομείνει πάμπτωχη, όχι μόνο λογιστικά και προσωρινά, όπως είναι σήμερα, αλλά πραγματικά και για πάντα;
Δυστυχώς, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, αυτός είναι ο δρόμος που έχουμε επιλέξει. Δεν το λέω εγώ, μιλούν από μόνα τους τα κατεπείγοντα νομοθετήματα για την έξοδο από την κρίση. Είναι γνωστές οι νομικές διαδικασίες με τις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο επέλεξε να θέσει τη δημόσια κτήση, το πραγματικό δηλ. κεφάλαιο της χώρας, στην υπηρεσία της αποπληρωμής του χρέους. Πάσης φύσεως ακίνητα, δάση, βουνά, ακτές, περιοχές φυσικού κάλλους κ.ο.κ., τεράστιας περιβαλλοντικής, αισθητικής και πολιτιστικής σημασίας, βαφτίζονται «ιδιωτική» περιουσία του Δημοσίου και μεταβιβάζονται σταδιακά στην ιδιοκτησία της ανώνυμης εταιρείας ΤΑΙΠΕΔ, η οποία μοναδικό σκοπό έχει την πώληση, παραχώρηση κλ.π. αυτών σε επενδυτές, έναντι τιμήματος το οποίο θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για τη μείωση του λογιστικού μας ελλείμματος. Τα σημαντικά αυτά ακίνητα δεν χάνονται μόνο από την κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά αλλάζουν μορφή, προορισμό και χρήση, αφού ο κάθε επίδοξος επενδυτής δικαιούται να αποκτήσει για το καθένα από αυτά το σχέδιο εκμετάλλευσης της επιλογής του. Πρόκειται για τα λεγόμενα ΕΣΧΑΔΑ (Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημόσιων Ακινήτων), τα οποία καταρτίζονται κατά παρέκκλιση από τον ισχύοντα χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, δηλ. με όρους πολύ ευνοϊκότερους από εκείνους που ισχύουν για τον κοινό πολίτη. Τα ΕΣΧΑΔΑ έχουν επικριθεί ως ασύμβατα προς τον βιώσιμο χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, αφού αποτελούν πράγματι θύλακες, μέσα στους οποίους τα επιτρεπόμενα έργα και δραστηριότητες σχεδιάζονται με γνώμονα όχι χωροταξικά και πολεοδομικά κριτήρια, αλλά τα ιδιωτικά επενδυτικά συμφέροντα. Ο νέος χωροταξικός νόμος 4269/2014 που ψηφίστηκε εσπευσμένα από το θερινό τμήμα της Βουλής, αντί να διορθώσει τα κακώς κείμενα, παρέσχε ουσιαστικά στα ΕΣΧΑΔΑ πρόσθετη νομοθετική κατοχύρωση. Ενετάχθησαν δηλ. μεν τυπικά στον πολεοδομικό σχεδιασμό, πλην όμως παρέμειναν θύλακες, αφού δεν δεσμεύονται πράγματι από τους όρους των χωροταξικών σχεδίων ανωτέρου επιπέδου, τις κατευθύνσεις των οποίων απλώς «λαμβάνουν υπόψη», επιτρέπεται να τροποποιούν τα ισχύοντα τοπικά σχέδια (πρώην σχέδια πόλεως), ο δε αναπτυξιακός και οικονομικός τους στόχος τίθεται σε ίση μοίρα με τα χωροταξικά και πολεοδομικά κριτήρια, τα οποία κατά το Σύνταγμα και τη νομολογία του ΣτΕ έχουν απόλυτη προτεραιότητα. Αντίστοιχες «αναπτυξιακές», δηλ. μεγεθυντικές με την προαναφερθείσα έννοια, ρυθμίσεις, περιλαμβάνει και ο πρόσφατος δασικός νόμος 4280/2014, ο οποίος ανατρέπει εκ βάθρων την προστασία όχι μόνο των δασών αλλά και των αναδασωτέων εκτάσεων, επιτρέποντας μέσα σε αυτά την κατασκευή δεξαμενών καυσίμων, μονάδων διαχείρισης αποβλήτων, σφαγείων, ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, τουριστικών χωριών, νεκροταφείων κ. ά. Είναι γνωστό το νομοσχέδιο για τις ακτές, η ψήφιση του οποίου αναβλήθηκε προσωρινά. Εξ ίσου γνωστή είναι και η ανελέητη εξόρυξη των φυσικών πόρων, η οποία διενεργείται με πλήρη αδιαφορία για τις προκαλούμενες φυσικές καταστροφές μεγάλης κλίμακας. Και όλα αυτά, καθώς και πολλά άλλα, διευκολύνονται με την εξουδετέρωση και τον εξευτελισμό των διαδικασιών περιβαλλοντικής αδειοδότησης που τα αφορούν.
Φαίνεται λοιπόν ότι, ως γνήσιοι απόγονοι της αρχαίας Αθήνας, έχουμε αποφασίσει να ταΐσουμε τον Μινώταυρο της παγκόσμιας αγοράς όχι πλέον με τους καλύτερους νέους και νέες, αφού αυτοί έχουν ήδη πάρει το δρόμο για το εξωτερικό, αλλά με το μοναδικό, πάγιο, ανεκτίμητο, αλλά χωρίς φωνή και ψήφο, φυσικό πλούτο μας.
Υπάρχει άλλος δρόμος; Υπάρχει και είναι μάλιστα νομικά κατοχυρωμένος και υποχρεωτικός από το Σύνταγμά μας. Ο δρόμος όμως αυτός απαιτεί χρόνο, σοβαρότητα και βιώσιμο σχεδιασμό. Απαιτεί, πρώτα απ’ όλα, μια αυστηρή οριοθεσία του απολύτως διαφυλακτέου φυσικού κεφαλαίου, εκείνου δηλ. που δεν επιδέχεται καμμία μεγέθυνση, δεν επιτρέπεται να μπαζωθεί, να αποψιλωθεί, να οικοδομηθεί, να αλλάξει φύση και προοροσμό, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν επιδέχεται βιώσιμη ανάπτυξη. Και μόνο η αποκατάσταση, ανάκτηση, διαχείριση και προβολή του απωλεσθέντος φυσικού κεφαλαίου, σκεφθείτε πόσους πόρους θα μπορούσε να προσελκύσει και πόσες θέσεις εργασίας θα μπορούσε να δημιουργήσει.
Απαιτεί μια εξίσου αυστηρή οριοθεσία της ασφράγιστης γης, γεωργικής και κτηνοτροφικής, η οποία όχι μόνο θα μας παρέχει τα προς το ζην στο παρόν και στο αβέβαιο μέλλον, αλλά θα μας επιτρέψει να εκμεταλλευτούμε το συγκριτικό πλεονέκτημα που βασίζεται στην ιδιαιτερότητα των ελληνικών προϊόντων. Απαιτεί μια ανάσχεση της αλόγιστης τουριστικής οικοδόμησης για εισπρακτικούς και μόνο σκοπούς, ώστε να διατηρηθούν, αν μη τι άλλο, τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα στον τομέα αυτό. Αυτό θα έπρεπε να είναι το πλαίσιο και οι κατευθυντήριες ενός γνήσιου Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού.
Αξιέπαινες και πρωτοποριακές πρωτοβουλίες, ιδίως για βιώσιμη γεωργία, κτηνοτροφία και τουρισμό, λαμβάνονται, στον ιδιωτικό κυρίως τομέα, πλην όμως, αν δεν επιχειρούνται στην κατάλληλη μεγάλη κλίμακα και μέσα σε ένα υγιές νομικό περιβάλλον, δεν πρόκειται δυστυχώς να κάνουν την αναγκαία διαφορά.
Είναι λοιπόν προφανές ότι σήμερα, μέσα στη δίνη των πιέσεων για την αποπληρωμή του χρέους, η ανάγκη για βιώσιμη ανάπτυξη είναι πιο επείγουσα και επιτακτική από ποτέ. Αν δεν το συνειδητοποιήσουμε και δεν σπεύσουμε, όχι πια να προλάβουμε, αλλά να πάρουμε πίσω τα λάθη μας, η κατάληξή μας δεν θα πρέπει να αποδίδεται σε σκοτεινές δυνάμεις, ούτε να μας εκπλήξει. Θα έχουμε απλά και εμείς την τραγική τύχη του προγόνου μας Ερυσίχθονα, του άπληστου βασιλιά της Θεσσαλίας, ο οποίος, αφού απέκτησε τα πάντα στο βασίλειό του, θέλησε να χτίσει ένα ακόμα παλάτι στον μοναδικό εναπομένοντα πράσινο λόφο όπου βρισκόταν το ιερό της Δήμητρας. Παρά τις προειδοποιήσεις της θεάς, πραγματοποίησε την επιθυμία του, αποψίλωσε το λόφο, γκρέμισε το ιερό και έχτισε το παλάτι. Με τη σειρά της η θεά πραγματοποίησε την κατάρα της. Ο άπληστος βασιλιάς καταδικάσθηκε να μη χορταίνει ποτέ. Το τέλος του Ερυσίχθονα ήταν το ίδιο αποτρόπαιο με την πράξη του. Αφού κατέφαγε τα πάντα, κατέληξε να φάει και τις ίδιες του τις σάρκες και να πεθάνει, πεινασμένος για πάντα. Μια χώρα με τον μύθο αυτό στο πανάρχαιο πολιτιστικό της παρελθόν, δεν μπορεί να αιτιάται κανέναν αν δεν έχει ακόμα βγάλει τα διδάγματά της.