Για τη γιορτή της ημέρας του περιβάλλοντος

Maria-Karamanof-2022.jpg

Μαρία Καραμανώφ
Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας

Στις 5 Ιουνίου 2021, ημέρα του περιβάλλοντος, ο ΟΗΕ κήρυξε επίσημα τη δεκαετία 2021-2030 ως δεκαετία της αποκατάστασης των οικοσυστημάτων, δασών, ποταμών και λιμνών, ακτών και ωκεανών, βουνών, υγροτόπων και γεωργικής γης. Υπογράμμισε έτσι για άλλη μια φορά την ανάγκη ανάκτησης του φυσικού κεφαλαίου που εξαφάνισε η άγρια οικονομική ανάπτυξη καθώς και τη σημασία του για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και την πρόληψη των ακραίων φυσικών φαινομένων. Φαινόμενα όπως οι πλημμύρες  και οι πυρκαγιές που μαστίζουν όλο και συχνότερα τον πλανήτη και καταστρέφουν κάθε χρόνο τους ελάχιστους εναπομείναντες φυσικούς παραδείσους της χώρας μας.

 Η αποκατάσταση, μαζί με την πρόληψη και την προφύλαξη, αποτελούν το βασικό τρίπτυχο της βιώσιμης ανάπτυξης. Μολονότι σχετικά παραμελημένη, η αρχή της αποκατάστασης είναι εξίσου αν όχι περισσότερο σημαντική από τις άλλες δύο, αφού η όλη φιλοσοφία της βιώσιμης ανάπτυξης είναι στο βάθος και προεχόντως ένα κίνημα αποκατάστασης της διαταραγμένης ισορροπίας του πλανήτη, οικολογικής αλλά όχι μόνο.  Όπως αποδεικνύεται, η περιβαλλοντική κρίση που εμφανίστηκε μεταπολεμικά δεν ήταν παρά η κορυφή ενός παγόβουνου που μας αποκαλύπτει έκτοτε καθημερινά τις τεράστιες διαστάσεις του, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές.  Υπερκατανάλωση φυσικών πόρων, ερήμωση, αποδάσωση, απώλεια βιοποικιλότητας, κλιματική αλλαγή, μαζικές μεταναστεύσεις λαών, πόλεμοι για την ενέργεια και το νερό συνιστούν αυτό που ο ΟΗΕ αποκάλεσε «φαινόμενο της παγκόσμιας μεταβολής».  Καμμία από τις εκδηλώσεις αυτές δεν είναι αυτοτελής και μεμονωμένη. Όλες συνδέονται στενά μεταξύ τους και έχουν την κοινή τους ρίζα στο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που επικράτησε και το οποίο όχι μόνο δεν έφερε την παγκόσμια ειρήνη και ευημερία, όπως οραματίζονταν οι θιασώτες του, αλλά θέτει πλέον σε άμεσο κίνδυνο την ίδια μας την επιβίωση.

Ήδη από τη δεκαετία του 1960 η παγκόσμια κοινότητα είχε αρχίσει να αποκτά επίγνωση της διατάραξης της ισορροπίας του πλανήτη σε βαθμό που άγγιζε από τότε τα όρια του ανεπανόρθωτου.  Και δεσμεύθηκε, δειλά στην αρχή, να την αντιμετωπίσει. Στην πρώτη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για το Περιβάλλον στη Στοκχόλμη το 1972 τέθηκαν τα θεμέλια για την υποχρεωτική συνεκτίμηση της περιβαλλοντικής διάστασης κατά τον σχεδιασμό όλων των άλλων πολιτικών.  Στην πορεία το βήμα αυτό αποδείχθηκε ανεπαρκές και αναποτελεσματικό. Στη δεύτερη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, στο Ρίο το 1992, λήφθηκε έτσι η μεγάλη απόφαση για τη μετάβαση από την άγρια στη βιώσιμη ανάπτυξη.  Όλες σχεδόν οι χώρες του πλανήτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, δεσμεύτηκαν όχι απλώς να συνεκτιμούν το περιβαλλοντικό κριτήριο αλλά να το ενσωματώνουν σε κάθε δημόσια και ιδιωτική δράση.  Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται εφεξής σε νομοθετικό, διοικητικό ή δικαστικό επίπεδο πρέπει να διασφαλίζει ότι δεν θα προκαλέσει βλάβη στο περιβάλλον. Η βιώσιμη ανάπτυξη καθίσταται έτσι μια κόκκινη γραμμή, ένα απαράβατο όριο τόσο για τους πολίτες όσο και για το κράτος, το οποίο και φέρει την κύρια ευθύνη για την υλοποίησή της.  Για να επιτευχθεί το δύσκολο αυτό εγχείρημα, η Διακήρυξη του Ρίο και η Agenda 21, που τη συνοδεύει, έδωσαν σαφείς οδηγίες στα κράτη με έμφαση στις αρχές της πρόληψης, της προφύλαξης και της αποκατάστασης.

Η αρχή της πρόληψης, σε συνδυασμό με το δικαίωμα των πολιτών στην πληροφόρηση και συμμετοχή που κατοχυρώθηκαν με τη γνωστή Σύμβαση του Άαρχους το 1998, διατρέχει την ενωσιακή και εθνική νομοθεσία για τον προληπτικό έλεγχο των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των έργων και δραστηριοτήτων (Στρατηγικές Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, έγκριση περιβαλλοντικών όρων κ.λπ.).  Καμμία πολιτική δεν υιοθετείται και κανένα έργο ή δραστηριότητα δεν αδειοδοτείται, αν δεν έχει προηγουμένως διακριβωθεί με συγκεκριμένες διοικητικές διαδικασίες η βιωσιμότητά του, ότι δηλ. δεν προκαλεί καταστροφή, υποβάθμιση ή αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος.

Η αρχή της προφύλαξης, μολονότι εξαιρετικά σημαντική εν όψει των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων και της επιστημονικής αβεβαιότητας που τις συνοδεύει, δεν έχει τύχει της δέουσας εφαρμογής. Με πολύ απλά λόγια, η αρχή αυτή σημαίνει ότι, αν δεν είμαστε προς το παρόν σε θέση να γνωρίζουμε πλήρως και με ακρίβεια τις περιβαλλοντικές παρενέργειες μιας καινοτόμου πολιτικής, οφείλουμε να απέχουμε και να περιμένουμε.

Η αρχή της αποκατάστασης, τέλος, σημαίνει ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις που αναπόφευκτα συνοδεύουν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποκαθίστανται πλήρως.  Όταν πρόκειται για μεμονωμένες και σχετικά περιορισμένες σε έκταση περιβαλλοντικές ζημίες, που συνδέονται με συγκεκριμένα έργα ή δραστηριότητες, ο υπεύθυνος για την πρόκλησή τους είναι και υποχρεωμένος να τις αποκαταστήσει (αποκατάσταση λατομείου, αποξήλωση και απομάκρυνση ανεμογεννητριών μετά την εξάντληση του 20ετούς χρόνου ζωής τους, ανέλκυση ναυαγίων, απορρύπανση κ.λπ.) Είναι κατ’ αρχήν αδιάφορο αν η ζημία που προκλήθηκε είναι νόμιμη η παράνομη, απλώς στην τελευταία περίπτωση επιβάλλονται επιπλέον στον υπεύθυνο και κυρώσεις, ποινικές ή διοικητικές. Δυστυχώς, η εμπειρία μας αποδεικνύει ότι στην πράξη η αρχή αυτή σπάνια τηρείται και όλα εγκαταλείπονται ατιμωρητί στην τύχη τους, όταν πάψουν να είναι χρήσιμα και προσοδοφόρα.

Όταν όμως πρόκειται για καταστροφές πολύ μεγάλης κλίμακας που εκτείνονται όχι μόνο στο φυσικό αλλά και στο ανθρωπογενές περιβάλλον, το αντικείμενο της αποκατάστασης καθίσταται πολύ πιο σύνθετο και πολύπλοκο.  Τέτοιες είναι οι καταστροφές που προκαλούνται από μείζονα περιβαλλοντικά ατυχήματα, λανθασμένες ανθρώπινες παρεμβάσεις ή ακραία φυσικά φαινόμενα, όπως αυτά που βιώνουμε όλο και πιο συχνά στη χώρα μας (Μάνδρα, Μάτι, Εύβοια κ.λπ.).  Στις περιπτώσεις αυτές υπεύθυνος για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της αποκαταστατικής διαδικασίας είναι το ίδιο το κράτος. Όταν δηλαδή το αποκαταστατικό εγχείρημα είναι συνολικό και περιλαμβάνει χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό της πληγείσας περιοχής σε συνδυασμό με αναδασώσεις, νέες υποδομές κ.λπ., ανήκει στον σκληρό πυρήνα του κράτους και δεν είναι νομικώς επιτρεπτό να ανατίθεται σε ιδιώτες. 

Σήμερα, τριάντα ακριβώς χρόνια μετά το Ρίο και παρά τα μεγάλα λόγια, τις διεθνείς δεσμεύσεις και την πλούσια περιβαλλοντική νομοθεσία, το έγκλημα της ανθρωπότητος κατά του περιβάλλοντος είναι διαρκές και διαπράττεται καθημερινά σε όλα τα επίπεδα και σε παγκόσμια κλίμακα.  Και δεν πρόκειται μόνο για τις συστηματικές παραβιάσεις της διεθνούς και εθνικής νομοθεσίας. Τη μεγαλύτερη ζημιά προκαλούν οι νομιμοφανείς μεν, πλην περιβαλλοντικά ολέθριες πολιτικές σε όλους τους τομείς. Με τις σημερινές όμως επιστημονικές μας γνώσεις και πικρές εμπειρίες, για το έγκλημα αυτό δεν υπάρχει πλέον κανένα ελαφρυντικό.

Στην πράξη λοιπόν, η αρχή της πρόληψης καταστρατηγείται συστηματικά και συνειδητά. Η διαδικασία ελέγχου και έγκρισης των περιβαλλοντικών μελετών αντιμετωπίζεται ως περιττή γραφειοκρατία που πρέπει να σαρωθεί. Και πράγματι συρρικνώνεται χρονικά και ουσιαστικά.  Η διαδικασία διαβούλευσης με τους πολίτες και τους φορείς ευτελίζεται σε απλό και ενοχλητικό τύπο, ενώ τα επιχειρήματα και οι αντιρρήσεις τους ούτε αξιολογούνται ούτε θεωρούνται άξια απάντησης.  Στη χώρα μας, λ.χ., με την επίκληση της ανάπτυξης και της προσέλκυσης επενδύσεων, οι διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης συμπιέζονται συνεχώς σε ασφυκτικά χρονικά πλαίσια, μετά την πάροδο μάλιστα των οποίων οι μελέτες θεωρούνται σιωπηρώς εγκεκριμένες, καθιστώντας έτσι ανέφικτο οποιοδήποτε ουσιαστικό έλεγχο.

Η αρχή της προφύλαξης μας αφήνει παγερά αδιάφορους. Όσο για την αρχή της αποκατάστασης, έρχεται στο προσκήνιο μόνο την επαύριο μεγάλων περιβαλλοντικών καταστροφών, οι οποίες θα μπορούσαν κατά κανόνα να έχουν αποφευχθεί, αν είχαν τηρηθεί οι δύο προηγούμενες.  Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις αυτές, το κράτος τείνει να απεκδυθεί των ευθυνών του. Είτε καθυστερεί υπερβολικά είτε νίπτει τας χείρας του και αναθέτει τις αρμοδιότητές του σε τρίτους, παρακάμπτοντας ανεπίτρεπτα τις θεσμοθετημένες διαδικασίες χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, ανάθεσης μελετών κ.λπ.

Όλα τα παραπάνω δεν οφείλονται σε έλλειψη γνώσης αλλά βούλησης. Ήδη από την δεκαετία 1990-2000, αμέσως δηλ. μετά το Ρίο, η νομολογία του Ε’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας έθεσε τα θεμέλια για την άσκηση βιώσιμης πολιτικής σε όλους του τομείς, εφοδιάζοντας την Πολιτεία με τα απαραίτητα νομικά εργαλεία. Οι δώδεκα αρχές - οδηγός για τη βιώσιμη ανάπτυξη που διατύπωσε η νομολογία αυτή, χαρακτηρίστηκαν στην σχετική έκδοση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πρωτοποριακή και επιτυχημένη υλοποίησης του οράματος και του πνεύματος του Ρίο και της Συνθήκης του Άμστερνταμ.  Η εφαρμογή τους όμως περιορίζεται έκτοτε στην αναγραφή του όρου «βιώσιμος» στους τίτλους νομοθετημάτων με εντελώς αντίθετο περιεχόμενο. Η αρχή λ.χ. του συνολικού και βιώσιμου χωροταξικού σχεδιασμού δεν ισχύει για όλους. Πλήθος ευνοϊκών ρυθμίσεων εξασφαλίζει στους ενδιαφερόμενους ειδικά  κατά παρέκκλιση χωροταξικά και πολεοδομικά σχέδια με τους όρους της επιλογής τους. Διαδοχικοί δασικοί νόμοι μετατρέπουν τα δάση σε χώρους υποδοχής κάθε είδους δραστηριοτήτων, από τουριστικές εγκαταστάσεις και γήπεδα γκολφ μέχρι βιομηχανίες, ναυπηγεία, διυλιστήρια, φυλακές και χώρους αποθήκευσης αποβλήτων. Ακόμα και τα αναδασωτέα καταδικάζονται να φιλοξενούν ανεμογεννήτριες αλλά και έργα με ιδιαίτερη κοινωνική , εθνική η οικονομική σημασία.  Οι ακτές διαμορφώνονται κατά τη βούληση των επενδυτών με προσχώσεις, τεχνητές παραλίες, ακόμα και τεχνητά νησιά και σιγά σιγά μετατρέπονται  από κοινόχρηστοι χώροι αναψυχής σε άβατο για τους απλούς πολίτες.  Ότι απομένει, μετατρέπεται σε πάρκο. Αιολικό. Η ασφυκτική ανοικοδόμηση του τελευταίου μείζονος αδόμητου χώρου της Αθήνας στο παραλιακό μέτωπο πανηγυρίζεται όχι μόνο ως συμβατή με την αρχή του βιώσιμου αστικού περιβάλλοντος, αλλά και ως επιβεβλημένη για την κάλυψή του «αστικού κενού». Η αρχή της ήπιας ανάπτυξης των ευαίσθητων οικοσυστημάτων, ιδίως των βουνών και των μικρών νησιών έχει τελείως ξεχαστεί. Η ακόρεστη εκμετάλλευσή τους καταπίνει τους παραδοσιακούς οικισμούς και εξουθενώνει το τοπίο. Με λίγα λόγια, η αρχή της φέρουσας ικανότητας, του σεβασμού δηλ. της αντοχής των οικοσυστημάτων και της φυσιογνωμίας της κάθε περιοχής, μεταφράζεται πλέον στη λαϊκή παροιμία «όλοι οι καλοί χωράνε».

Μόνη ελπίδα παραμένει πάντα η ενδυνάμωση της περιβαλλοντικής συνείδησης των πολιτών. Και αυτή όμως δοκιμάζεται σήμερα σκληρά από τα προβλήματα της καθημερινότητας και συνθλίβεται από την απογοήτευση.  Παρά ταύτα, όπως είπε και ο Βέλγος οικολόγος Jean Claude Servais, “οι καιροί απαιτούν αισιοδοξία. Την απαισιοδοξία ας την φυλάξουμε για καλύτερους καιρούς“.

 

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο Περιοδικό «Δικαστικό Ρεπορτάζ», Τεύχος 14, Μάιος 2022