Σύγχρονες περιβαλλοντικές προκλήσεις και θαλάσσια έρευνα
- Πληροφοριακά Στοιχεία
- Κατηγορία: Άρθρα
- Εμφανίσεις: 751
Γεώργιος Θ. Χρόνης
Ομ. Καθηγητής, τ. Πρόεδρος Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών
Μέλος Επιστημονικού Συμβουλίου του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος
«Πόσο άστοχο είναι να αποκαλούμε τον πλανήτη μας Γη, ενώ είναι εντελώς ξεκάθαρο ότι είναι Ωκεανός»
Arthur Clark
Το σύνολο των ωκεανών και των θαλασσών καλύπτει το 70,8% της επιφάνειας της Γης και αντιστοιχεί στο 97% του νερού του πλανήτη. Χάρη στην ικανότητα που διαθέτει να διαλύει το ατμοσφαιρικό διοξείδιο του άνθρακα (CO2), ο ωκεανός είναι, θα λέγαμε, ένας μεγάλος απορροφητήρας του CO2 και για τον λόγο αυτό συνιστά ένα στοιχείο-κλειδί για το κλιματικό μέλλον του πλανήτη. Είναι έτοιμος να ρουφήξει ή να απορροφήσει ένα μέρος από το υπερβολικό ανθρωπογενές διοξείδιο του άνθρακα, αλλά για πόσο, με ποιο ρυθμό και μέχρι πότε; Καθώς οι μηχανισμοί των ωκεανών έχουν αρχίσει να μελετώνται συστηματικά εδώ και λίγες μόνο δεκαετίες, αυτό που είναι μέχρι στιγμής βέβαιο είναι ότι οι διεργασίες της απορρόφησης είναι αργές. Όμως, το μεγάλο περιβαλλοντικό πρόβλημα που θα προκύψει στο μέλλον και θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε, είναι η οξίνιση των ωκεανών, δηλ. η διεργασία μείωσης της αλκαλικότητας της θάλασσας[1]. Επί πλέον, έχοντας εισέλθει πια στην περίοδο των κλιματικών αλλαγών, οι παράκτιες ζώνες βρίσκονται σε υποχώρηση, όχι φυσικά λόγω της αύξησης της στάθμης της θάλασσας, αλλά διότι ο ρυθμός και το ύψος των βροχοπτώσεων -και κατά συνέπεια οι παροχές των ποταμών- έπαψαν να είναι σταθερές: Μεγάλες περίοδοι ανομβρίας με χαμηλές παροχές, έντονα πλημμυρικά φαινόμενα με μεγάλες παροχές οι οποίες τροφοδοτούν την ακτογραμμή με κακού βαθμού ταξινόμησης υλικό που διευκολύνει έτσι την διάβρωση των ακτών.
Από την άλλη πλευρά, οι θαλάσσιοι πόροι (ζωικά είδη, υδατοκαλλιέργειες, μεταλλικά στοιχεία, αλλά και υπηρεσίες όπως μεταφορές, τουρισμός, ψυχαγωγία κ.λπ.) συνεισφέρουν σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη, με την υγεία του θαλάσσιου περιβάλλοντος να καθίσταται κρίσιμη και πολύτιμη για την ευημερία της κοινωνίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις χώρες της Μεσογείου, μεταξύ των οποίων και h Ελλάδα[2], όπου ο τουρισμός, η αλιεία, οι υδατοκαλλιέργειες και οι θαλάσσιες μεταφορές είναι βασικές δραστηριότητες.
Αν ανατρέξει κανείς σε ένα λεξικό για να πληροφορηθεί τι είναι ωκεανογραφία, θα πάρει τη γενική και μάλλον αυτονόητη απάντηση ότι είναι «η επιστήμη που μελετά τους ωκεανούς και τις θάλασσες». Ενδεχομένως θα διαβάσει ότι στο επιστημονικό της αντικείμενο συμπεριλαμβάνεται και η μελέτη των ποταμών και των λιμνών. Η ωκεανογραφία είναι, κυριολεκτικά και μεταφορικά, πιθανότατα η πιο ευρύχωρη επιστήμη και εμπεριέχει όλες τις έρευνες που πραγματοποιούνται για το θαλάσσιο περιβάλλον. Είναι σα να ενώνουμε υπό τη σκέπη ενός και μοναδικού σημείου, υπό το σημείο «ωκεανογραφία», όλα τα φυσικά φαινόμενα που γεννιούνται τόσο στην επιφάνεια της ξηράς όσο και μέσα στην υδάτινη στήλη και το βυθό. Μέσα σε αυτό το ευρύ πεδίο συναντώνται σχεδόν όλες οι επιστημονικές ειδικότητες (μαθηματικά, φυσική, χημεία, γεωλογία, βιολογία, ιατρική, φαρμακευτική κ.λπ.). Μια πολυκλαδικότητα που απαιτεί στενή συνεργασία των επιστημών. Η εξέλιξη της ωκεανογραφίας είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση της εφαρμοσμένης ωκεανογραφικής έρευνας.
Στη σύγχρονη εποχή, το θαλάσσιο περιβάλλον γίνεται όλο και πιο ευάλωτο στις αυξανόμενες δημογραφικές πιέσεις, την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη, αλλά και τις επιπτώσεις των σημερινών κλιματικών τάσεων[3]. Έχει έρθει η ώρα την λήψη κρίσιμων αποφάσεων και εφαρμογή ενδεδειγμένων πολιτικών. Η θαλάσσια έρευνα, βασισμένη στη διαχείριση γνώσης, είναι απαραίτητο εργαλείο για να υποστηρίξει την βιώσιμη θαλάσσια πολιτική. Η τελευταία έχει αναγνωρίσει την ανάγκη για τη διεπιστημονική έρευνα, ενώ η επιστημονική κοινότητα είναι πλέον έτοιμη να ανταποκριθεί στις σύγχρονες περιβαλλοντικές προκλήσεις και μάλιστα με συντονισμένο τρόπο.
Περιβαλλοντικές προκλήσεις: φυσικά και ανθρωπογενή αίτια
Στα φυσικά αίτια συγκαταλέγονται, ιδίως, η κλιματική αλλαγή και η υπερθέρμανση, ενώ στα ανθρωπογενή, μεταξύ άλλων, η ρύπανση από εντατικές χρήσεις, η υπεραλίευση, οι θαλάσσιες μεταφορές, οι πάσης φύσεως πιέσεις στις παράκτιες περιοχές.
Α. Φυσικά αίτια
Κλιματική αλλαγή / νέες διαμορφωμένες κλιματικές τάσεις
Οι περιβαλλοντικές προσκλήσεις είναι λίγο – πολύ γνωστές: Πλημμύρες των παράλιων περιοχών, σοβαρές επιπτώσεις στη γεωργία λόγω της υφαλμύρωσης του υδροδροφόρου ορίζοντα κ.λπ., με τις νότιες Μεσογειακές χώρες να συγκαταλέγονται μεταξύ των δέκα πιο ευάλωτων περιοχών σε παγκόσμιο επίπεδο. Η θαλάσσια έρευνα μπορεί να συνδράμει στην αντιμετώπισή τους αναπτύσσοντας πολλαπλά σενάρια για τα επόμενα 50-100 χρόνια και σε διάφορα επίπεδα (παγκόσμιο σε περιφερειακό) και προτείνοντας στρατηγικές μετριασμού των επιπτώσεων και προσαρμογής, ώστε να βελτιωθεί η «άμυνα» των παράκτιων περιοχών. Επιπλέον, προσδιορίζοντας τον ρόλο των ωκεανών στην αλλαγή κλίματος (θερμότητα και αποθήκευση του CO2 - βιογεωχημικές ροές) καθώς και τις αλλαγές στον υδρολογικό κύκλο.
Κλιματική Αλλαγή / Υπερθέρμανση
Οι κίνδυνοι, επιγραμματικά: Αυξανόμενο storminess: αντίκτυπος στις ακτές & τις οικονομικές δραστηριότητες. Μεταβολές της θερμόαλης κυκλοφορίας. Αλλαγές στη βιοποικιλότητα - Tropicalization στη Μεσόγειο - Κυριαρχία νέων ειδών / jellyfish κ.λπ. Και σε αυτό το πεδίο, η θαλάσσια έρευνα μπορεί να συμβάλλει με την ανάπτυξη μακρο-βραχυπρόθεσμων αξιόπιστων συστημάτων προειδοποίησης, με την παρακολούθηση και πρόβλεψη των μεταβολών που συντελούνται στις βαθιές θάλασσες, την κατανόηση του μηχανισμού με τον οποίο η θερμοκρασία επιδρά στη βιοποικιλότητα και τον εμπλουτισμό των γνώσεών μας για το ρόλο της βιοποικιλότητας στην ανθεκτικότητα των οικοσυστημάτων.
Β. Ανθρωπογενή αίτια
Γεωργία: Ρύπανση από φωσφορικά ή νιτρικά άλατα
Η ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος μπορεί να προέρχεται από τις δραστηριότητες οικονομικής φύσεως στην ξηρά (βιομηχανία, τουρισμός, γεωργία κ.ά.). Η εντατική γεωργία, ειδικότερα, και η έλλειψη κατάλληλης επεξεργασίας των λυμάτων (βιολογικοί καθαρισμοί), οδηγούν σε αυξανόμενα φορτία θρεπτικών ουσιών και μολυσματικών παραγόντων στη θάλασσα. Η ρύπανση αυτή έχει σοβαρές επιπτώσεις στον ευτροφισμό -με αυξανόμενες αναφορές για επιβλαβείς ανθίσεις αλγών, ενώ οι επιπτώσεις στις υδατοκαλλιέργειες, τον τουρισμό και τη δημόσια υγεία (μόλυνση της τροφικής αλυσίδας) είναι αυτονόητες.
Η θαλάσσια έρευνα είναι σε θέση να βοηθήσει με ποικίλους τρόπους στην αντιμετώπιση του προβλήματος, π.χ.: Με την αξιολόγηση του αντίκτυπου των εισροών θρεπτικών ουσιών στο θαλάσσιο περιβάλλον (με χρήση μοντέλων) και με παράλληλη ανάπτυξη των κατάλληλων συστημάτων παρακολούθησης όπως αυτά περιγράφονται στην Οδηγία της Ε.Ε. για τη Θαλάσσια Στρατηγική. Επίσης, με την επιστημονική προσέγγιση του υπό μελέτη οικοσυστήματος για την καλύτερη δυνατή κατανόηση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των διαφόρων διεργασιών. Επιπλέον, η έρευνα είναι σε θέση να αναπτύσσει πιθανά μελλοντικά σενάρια κάτω από διαφορετικές πολιτικές επιλογές, πράγμα πολύ σημαντικό για την λήψη των ενδεδειγμένων αποφάσεων και μέτρων αντιμετώπισης.
Υπεραλίευση
Οι επιπτώσεις της υπεραλίευσης μπορούν να συνοψισθούν σε μείωση των ιχθυαποθεμάτων, διάσπαση του οικοσυστήματος - επίδραση απότομου πεσίματος - (τροφικός Ιστός τροφίμων), αύξηση του χαμηλού επιπέδου ειδών (jelly fish), καταστροφή της χλωρίδας και της πανίδας του βένθους της θάλασσας. Η έρευνα μπορεί να συνδράμει και σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα, της βιώσιμης διαχείρισης των αλιευτικών πόρων, με την παρακολούθηση της αλιευτικής δραστηριότητας και την αξιολόγηση ιχθυαποθεμάτων, με την μελέτη του ρόλου της βιοποικιλότητας στην ανθεκτικότητα του οικοσυστήματος, καθώς και με την εφαρμογή μιας άλλης προσέγγισης στη διαχείριση της αλιείας με βάση το οικοσύστημα, πράγμα που θα βελτιώσει σημαντικά τις διοικητικές επιλογές. Επιπλέον, είναι σε θέση να αναπτύξει αξιόπιστα οικολογικά μοντέλα που να υποστηρίζουν σενάρια «τι γίνεται εάν». Τέλος, είναι σε θέση να αναπτύξει και να προτείνει νέες τεχνικές υδατοκαλλιέργειας με στόχο την αύξηση του ανεφοδιασμού και την μείωση των πιέσεων.
Θαλάσσιες Μεταφορές
Μεταξύ των προβλημάτων που προκύπτουν από τις θαλάσσιες μεταφορές, είναι τα σοβαρά ατυχήματα διαρροών πετρελαίου (όπως το ERIKA, PRESTIGE κ.λπ.), οι παράνομες απορρίψεις από τα σκάφη που οδηγούν σε μικρή αλλά συστηματική ρύπανση και η εισαγωγή αλλόχθονων ειδών (κυρίως μέσω του έρματος του πλοίου) με σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στη δημόσια υγεία.
Και σε αυτό το πεδίο, η θαλάσσια έρευνα μπορεί να ανταποκριθεί και να συνδράμει στην πρόληψη ή/και την επίλυση των προβλημάτων. Σε προληπτικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο αποκατάστασης, είναι σε θέση να αναπτύξει λειτουργικά συστήματα ανίχνευσης και πρόβλεψης διαρροών πετρελαίου, προληπτικές και προσεγγίσεις επανόρθωσης στα ζητήματα εξέτασης του έρματος. Επιπλέον, είναι σε θέση να αναπτύξει τα σενάρια για τη διαχείριση κρίσεων με την κατάλληλη επιστημονική υποστήριξη σε όλα τα στάδια (πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το γεγονός της ρύπανσης). Τέλος, μπορεί να υλοποιήσει συστηματική χαρτογράφηση των βιοτόπων και των ευαίσθητων οικοσυστημάτων που μπορεί να επηρεαστούν από την ρύπανση.
Πιέσεις στις παράκτιες περιοχές
Η αύξηση του πληθυσμού που συγκεντρώνεται στην παράκτιες περιοχές, δημιουργεί ολοένα αυξανόμενες πιέσεις (οικιστικές, υποδομών κ.λπ.), που οδηγούν, μεταξύ άλλων, στη μείωση του ανεφοδιασμού των ιζημάτων με αποτέλεσμα τη διάβρωση των ακτών[4]. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των χρήσεων στον παράκτιο (και νησιωτικό) χώρο, εξαιρετικά εκτεταμένο στη χώρα μας, καθώς και η έλλειψη κατάλληλου χωροταξικού σχεδιασμού και ισορροπίας των συγκρουόμενων δραστηριοτήτων, επιδεινώνουν το πρόβλημα. Στο πεδίο αυτό, η θαλάσσια έρευνα μπορεί να παρακολουθεί και να κατανοήσει τις αλληλεπιδράσεις αέρα – θάλασσας – εδάφους, να συνδράμει στην εκπόνηση του χωροταξικού σχεδιασμού (σε μεγάλη κλίμακα)[5] και να αναπτύξει τα κατάλληλα σχέδια διαχείρισης και εργαλείων για την λήψη αποφάσεων για τις παράκτιες ζώνες.
Συμπερασματικά, οι αυξανόμενες θαλάσσιες περιβαλλοντικές προκλήσεις πρέπει να εξεταστούν από στρατηγικές στηριγμένες στη γνώση. Η σύνθετη φύση των θαλασσίων συστημάτων απαιτεί τόσο τη διατομεακή και διεπιστημονική θαλάσσια έρευνα μέσω μιας προσέγγισης με βάση το οικοσύστημα όσο και τη διακρατική συνεργασία.
Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, με τόσο εκτεταμένη ακτογραμμή και τέτοιο ανεκτίμητης αξίας νησιωτικό χώρο, η ανάπτυξη της ελληνικής ωκεανογραφικής έρευνας στηρίχθηκε, εκτός των άλλων, σε ιστορικές συγκυρίες και σε τυχαίες ή μη συναντήσεις και συμπτώσεις ανθρώπων μέσα στα τελευταία σαράντα έτη. Η ελληνική πολιτεία ήταν σχεδόν απούσα σε οποιονδήποτε σχεδιασμό έρευνας κατά το χρονικό αυτό διάστημα, με εξαίρεση καταστάσεις «κρίσεως ή έκτακτης ανάγκης». Άλλοτε ευκαιριακά, άλλοτε συγκυριακά ή πιεζόμενη από εξωτερικούς παράγοντες, θα στρέψει κάποιες φορές και μόνο φευγαλέα το βλέμμα της και προς το μέρος της ωκεανογραφικής έρευνας. Στην εποχή μας, η επιστήμη είναι σε θέση να μειώσει σημαντικά την αβεβαιότητα σε ζητήματα όπως η θαλάσσια κυκλοφορία, η τήξη των πάγων, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα, η διάβρωση των ακτών κ.λπ., παράμετροι που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ευημερία και το βιοτικό επίπεδο του ανθρώπου. Σήμερα, η ελληνική ωκεανογραφική έρευνα, με ένα ανθρώπινο δυναμικό υψηλού επιπέδου και με εξοπλισμό που αντέχει ακόμη στο χρόνο, είναι απολύτως έτοιμη να ανταπεξέλθει στις νέες περιβαλλοντικές προσκλήσεις.
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο Περιοδικό «Δικαστικό Ρεπορτάζ», Τεύχος 14, Μάιος 2022
[1] Τιμές pH<7 χαρακτηρίζουν το υδάτινο σύστημα ως όξινο, ενώ τιμές pH>7ως αλκαλικό. Η μείωση του pH των ωκεανών οφείλεται στην εισροή του ατμοσφαιρικού διοξειδίου του άνθρακα στο θαλάσσιο σύστημα.
[2] Με την εξαιρετικά εκτεταμένη ακτογραμμή και τα πολυάριθμα μοναδικά νησιά της.
[3] Κλιματική αλλαγή ή, καλύτερα, νέες διαμορφωμένες κλιματικές τάσεις: Με την αύξηση της πλανητικής θερμοκρασίας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, η τήξη των πάγων στους πόλους της Γης είναι ευνόητο αποτέλεσμα. Συνέπεια της τήξης είναι η αύξηση του θαλάσσιου όγκου των Ωκεανών και η τμηματική αύξηση της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Προφανώς όχι η ίδια σε όλα τα μέρη του πλανήτη. Για παράδειγμα, στις Κάτω Χώρες το φαινόμενο θα επηρεάσει πολύ πιο έντονα την παράκτια ζώνη.
[4] Ο ρόλος της ανθρώπινης παρέμβασης στην ακτογραμμή είναι καθοριστικός για να αλλάξει όλη την ακτογραμμή σε διάστημα που κανείς δεν μπορεί να συλλάβει. Αρκεί να ρίξεις έναν ογκόλιθο δύο μέτρα μακριά από την ακτογραμμή προς το μέρος της θάλασσας για να εισπράξεις άμεσα την αντίδραση της φύσης. Το πολύ σε δύο μήνες η ακτογραμμή θα έχει ενωθεί με τον ογκόλιθο. Μάθημα για παιδιά, κι όμως σε ένα μεγάλο αριθμό των ελληνικών ακτογραμμών έχουμε ασελγήσει. Τα παραδείγματα καταστροφής της μεγαλύτερης αμμώδους παραλίας της Κατερίνης και αντίστοιχων στην Β. Κρήτη και αλλού, είναι μουσεία ασέλγειας. Το πλάτος της παραλίας στη βόρεια πλευρά της Πελοποννήσου είναι μερικά λίγα μέτρα συνεχώς διαβρούμενα, ενώ οι παραλιακοί δρόμοι της περιοχής είναι σε διαρκή συντήρηση εξ αιτίας της διάβρωσης.
[5] Θέλω να πιστεύω ότι η Ελληνική Πολιτεία θα πάρει κάποτε στα σοβαρά αυτό που δεκαετίες τώρα αρνείται να κάνει. Να χαρτογραφήσει τις ελληνικές ακτές όχι μόνο με την ματιά ενός χωροτάκτη. Πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν υπάρχουν σταθερές στην φύση. Η εξίσωση είναι πολυπαραγοντική. Την παράκτια ζώνη την διαμορφώνει η φύση. Τίποτα δεν είναι σταθερό και μονοσήμαντο. Δυστυχώς, όλες οι προτάσεις για μια χαρτογράφηση των ελληνικών ακτών, όπου για κάθε παράκτια ζώνη θα υπήρχαν όλες εκείνες οι παράμετροι που την διαμορφώνουν (λιθολογική σύσταση, προσπίπτων κυματισμός, τροφοδοσία από την ενδοχώρα, παράκτιο οικοσύστημα) και την κατατάσσουν τελικά (σε παράκτιες ζώνες που διαβρώνονται είτε βρίσκονται σε καθεστώς πρόσχωσης, εάν αυτές οι παράκτιες ζώνες είναι ικανές να δεχθούν τουριστικές εγκαταστάσεις, υδατοκαλλιέργειες κ.λπ.), απορρίφθηκαν με το σκεπτικό ότι είναι μια πολύχρονη διαδικασία η οποία βρίσκεται σε αναντιστοιχία με την περίοδο της υπουργικής θητείας του κάθε αρμόδιου Υπουργού.