Συμμετοχή του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος στη Δημόσια διαβούλευση επί του σχεδίου νόμου για τη μετατροπή αρχαιολογικών Μουσείων σε ν.π.δ.δ.

Συμμετοχή του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας στη Δημόσια διαβούλευση επί του σχεδίου νόμου για τη μετατροπή αρχαιολογικών Μουσείων σε ν.π.δ.δ. (25/01/2023)
http
://www.opengov.gr/cultureathl/?p=8978

Το Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας εκφράζει την απόλυτη αντίθεσή του προς το νομοσχέδιο μετατροπής των πέντε κορυφαίων αρχαιολογικών Μουσείων της χώρας σε νπδδ, με το οποίο διασπάται η δομική και λειτουργική ενότητα του Υπουργείου Πολιτισμού και πλήττεται ανεπανόρθωτα η προστασία και διαχείριση της αρχαιολογικής μας κληρονομίας ως ενιαίου συνόλου.

Κατ’ αρχάς η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία δεν τεκμηριώνει την ανάγκη της και προκαλεί τα εξής ερωτήματα: Ερώτημα πρώτο: Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα; Τι συγκεκριμένο θέλουν να κάνουν τα αρχαιολογικά Μουσεία και δεν μπορούν γιατί τα εμποδίζει η υπάρχουσα οργανωτική δομή;  Ερώτημα δεύτερο: Αν υποτεθεί ότι υπάρχουν κάποια προβλήματα, ποιες εναλλακτικές λύσεις εξετάστηκαν μέσα στο πλαίσιο της δομής αυτής και γιατί αποκλείστηκαν; Ερώτημα τρίτο: Με ποιο τρόπο τεκμηριώνεται ότι η επίμαχη μετατροπή είναι και η ενδεδειγμένη λύση για τα προβλήματα αυτά;

Σε κάθε περίπτωση, η επιχειρούμενη ρήξη δημιουργεί σοβαρά συνταγματικά προβλήματα.  Το Σύνταγμα ρητά επιφυλάσσει τρεις δημόσιους σκοπούς, τη στοιχειώδη και μέση παιδεία (άρθ. 16), τη χωροταξία και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομίας (άρθ. 24), αποκλειστικά και μόνο στο νομικό πρόσωπο του ίδιου του Κράτους, δηλ. στα καθ’ ύλην αρμόδια Υπουργεία.  Όπως έχει κριθεί από το ΣτΕ, οι τρεις αυτοί δημόσιοι σκοποί δεν μπορούν να ανατίθενται όχι μόνο σε ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, αλλά ούτε σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.  Ο λόγος είναι ότι τα νπδδ επιδιώκουν μεν και αυτά σκοπούς αναγόμενους στο δημόσιο συμφέρον (π.χ. ΑΕΙ, ΟΤΑ, Εκκλησία, Οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης κ.λπ.), πλην όμως οι σκοποί αυτοί είναι ειδικοί, αυτοτελείς και ανεξάρτητοι και δεν συνδέονται άρρηκτα με το αντικείμενο των αντίστοιχων Υπουργείων.  Ειδικότερα, τα νπδδ σχεδιάζουν και υλοποιούν με δικά τους όργανα και δικά τους κριτήρια τη δική τους πολιτική σε σχέση με το αντικείμενό τους και εκτελούν δικό τους προϋπολογισμό, ο οποίος βέβαια κατά κανόνα χρηματοδοτείται από το κράτος.  Τα όργανα του νπδδ (Πρόεδρος και ΔΣ) εκδίδουν εκτελεστές διοικητικές πράξεις που δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο από τον Υπουργό, ο οποίος περιορίζεται σε άσκηση απλής εποπτείας.  Ο σκοπός όμως των αρχαιολογικών Μουσείων της Ελλάδας σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικός, αυτοτελής και αυτόνομος σε σχέση με τη δημόσια πολιτική διοίκησης και διαχείρισης της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς, ώστε να μπορεί να αποσπαστεί από το Υπουργείο Πολιτισμού και να ανατεθεί σε αυτοτελές, ανεξάρτητο και αυτοδιοίκητο νομικό πρόσωπο.

Η ιδιαιτερότητα των ελληνικών αρχαιολογικών Μουσείων συνίσταται στο γεγονός ότι δεν στεγάζουν απλώς αρχαιολογικούς θησαυρούς πανταχόθεν προερχόμενους, με ποικίλους τρόπους αποκτηθέντες και παντελώς ξένους προς τη χώρα που βρίσκεται το Mουσείο (λ.χ. το Λούβρο, το Βρετανικό Μουσείο, το Μετροπόλιταν Ν.Υόρκης κ.λπ.).  Το σύνολο των αντικειμένων που βρίσκονται στα αρχαιολογικά Μουσεία της Ελλάδας αποτελεί μια αδιάσπαστη λειτουργική ενότητα με τους αρχαιολογικούς χώρους από τους οποίους προέρχονται, η οποία καθιστά αναγκαία τη λειτουργική ενότητα και της Δημόσιας Υπηρεσίας που είναι επιφορτισμένη με το βαρύ και απαιτητικό καθήκον της διοίκησης και διαχείρισής τους, δηλ. το Υπουργείο Πολιτισμού. 

Εξεταζόμενη και από τη σκοπιά της διοικητικής επιστήμης, η διοίκηση και διαχείριση της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς αποτελεί ένα ενιαίο σύστημα το οποίο συνίσταται στο άρρηκτα συνδεδεμένο πλέγμα των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού. Οι αρμοδιότητες αυτές εκτείνονται σε πολλούς τομείς και ασκούνται κατά διαφορετικά στάδια, από την ανασκαφή, αποκάλυψη, διάσωση, μελέτη και ερμηνεία των ευρημάτων μέχρι την ασφαλή φύλαξη, συντήρηση, ανάδειξη και προβολή τους, ώστε να παραδοθούν εν τέλει αναλλοίωτα στις επόμενες γενιές. Αυτά τα στάδια δεν συνδέονται μεταξύ τους γραμμικά, δεν υπάρχει πρώτο, δεύτερο και τελευταίο, αλλά κυκλικά, βρίσκονται δηλαδή σε συνεχή ανάδραση και αλληλεξάρτηση. Το κάθε στάδιο επανατροφοδοτείται συνεχώς από τα ευρήματα και τα πορίσματα του άλλου και, άρα, δεν μπορεί κάποιο να αποσυνδεθεί από αυτά χωρίς βλάβη και απορρύθμιση των υπόλοιπων. Με απλά λόγια, τα αρχαιολογικά Μουσεία δεν είναι ο τελευταίος κρίκος μιας ανοιχτής αλυσίδας, ο οποίος μπορεί να αποκοπεί χωρίς συνέπειες.  Η Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι ένας ζωντανός οργανισμός ο οποίος, αν του αποσπαστεί ένα μέλος, δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ανεπηρέαστος.

Αν οι αρμοδιότητες διαχείρισης της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς οι οποίες ανήκουν στο Υπουργείο Πολιτισμού εδώ και 200 περίπου χρόνια, διασπαστούν και κάποιες από αυτές ανατεθούν στα νπδδ των Μουσείων, ο αναγκαίος συντονισμός μεταξύ Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και Μουσείων θα υποστεί κρίσιμο πλήγμα: Είτε δεν θα υπάρχει καθόλου, πράγμα αδιανόητο, είτε θα χρειαστεί να προβλεφθούν τόσοι νέοι κόμβοι αποφάσεων (λ.χ. προηγούμενες άδειες, συναρμοδιότητες, εγκρίσεις κ.λπ.) ώστε μόνον ευελιξία δεν θα προκύψει.  Για να πούμε ένα απλό παράδειγμα, αν π.χ. προκύψει διαφωνία για τη μεταχείριση ενός αντικειμένου ή μιας συλλογής, ποιος θα έχει τον τελευταίο λόγο;  Η αρμόδια επαγγελματική Διοίκηση, δηλαδή η Αρχαιολογική Υπηρεσία, ή το Διοικητικό Συμβούλιο του Μουσείου στο οποίο θα ανήκει πλέον η αποφασιστική αρμοδιότητα για τη διοίκηση και διαχείριση των αντικειμένων αυτών;  Είναι προφανές ότι η ασφαλής, επιστημονική και αποτελεσματική διαχείριση της αρχαιολογικής κληρονομίας σύμφωνα με τον προορισμό της απαιτεί ενιαία πολιτική, η οποία σχεδιάζεται με συνολικά κριτήρια, συνεκτιμά και εναρμονίζει ανάγκες και ιδιαιτερότητες, ιεραρχεί προτεραιότητες και κατανέμει ανάλογα τους πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό.

Αρχαιολογική Υπηρεσία αποστερημένη από τα αρχαιολογικά Μουσεία, θα αποτελεί Υπηρεσία της οποίας οι αρμοδιότητες θα ασκούνται ουσιαστικά επί χάρτου και μοιραία θα οδηγηθεί σε ατροφία και μαρασμό. Η ελληνική Πολιτεία θα εξουδετερώσει (για ποιο λόγο άραγε;) μια Υπηρεσία που υφίσταται από το 1834, χαρακτηρίζεται από μακρά και συνεπή επιστημονική και διοικητική παράδοση και διαμορφώνει στελέχη που διακρίνονται για την εμπειρία, το ζήλο και την αφοσίωση στο αντικείμενό τους.

Για το Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας
Μαρία Καραμανώφ
Πρόεδρος ΔΣ
Αντιπρόεδρος ΣτΕ ε.τ.